Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoorpèllo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [orˈpɛllo] 1 πούλιες και στρας 2 περιττά στολίδια 3 μπιχλιμπίδια 4 φτηνά εντυπωσιακά διακοσμητικά 5 απομίμηση χρυσού 6 χρυσοχαλκός 7 λαμέ κλωστές-ταινίες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |