Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianooriginàrio
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [oriʤiˈnarjo] 1 πρωτότυπος 2 καταγόμενος 3 αρχικός 4 πρωταρχικός 5 προγενέστερος 6 αρχέτυπος 7 αυτόχθων 8 γηγενής 9 ιθαγενής 10 ντόπιος 11 εγχώριος 12 αρχέγονος 13 πρωτόγονος 14 εναρκτήριος 15 ολόπρωτος 16 πρώτος 17 πρωτογενής 18 αυθεντικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |