Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoorientazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [orjentatˈtsjone] 1 εύρεση της ανατολής 2 καθορισμός πορείας ή θέσης 3 κατατόπιση 4 προσανατολισμός 5 προσαρμογή 6 περιβαλλοντική προσαρμογή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |