Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianooràrio
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [oˈrarjo] το ωράριο oràrio aggettivo Pronuncia I.P.A.: [oˈrarjo] (tariffa) ωρομίσθιος (-α, -ο) permalink
Locuzioni, modi di dire, esempidisco [αρσ.] orario = ο δίσκος παρκαρίσματος || fuso [αρσ.] orario = η ώρα μεσημβρινού || in orario = στην ώρα || in senso orario = προς την κατεύθυνση των δεικτών του ρολογιού || orario [αρσ.] di apertura = οι ώρες [f.] λειτουργίας || orario [αρσ.] di chiusura = οι ώρες [f.] κλεισίματος [m.] || orario [αρσ.] di visite = το ωράριο επισκέψεων Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |