Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoopulènto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [opuˈlɛnto] 1 πολυτελής 2 υπερπολυτελής 3 σούπερ λουξ 4 άφθονος 5 μπόλικος 6 πλούσιος 7 καλοφτιαγμένος 8 τορνευτός 9 καλοσχηματισμένος 10 καμπυλωτός 11 με πλούσιες γυναικείες καμπύλες 12 χυτός 13 εύγραμμος 14 κοντυλογραμμένος 15 πλαστικός 16 καλοκαμωμένος 17 καλλίγραμμος 18 βαθύπλουτος 19 λουσάτος 20 εύπορος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |