Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoopprèsso
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [opˈprɛsso] θύμα καταπίεσης opprèsso aggettivo Pronuncia I.P.A.: [opˈprɛsso] 1 υπέρφορτος 2 φορτωμένος υπερβολικά 3 εξουθενωμένος 4 κατάφορτος 5 καταπιεσμένος 6 τυραννισμένος 7 παραδαρμένος 8 πτοημένος 9 θύμα καταπίεσης 10 εξουδετερωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |