Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoònere
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ˈɔnere] 1 φορτίο 2 άχθος 3 ευθύνη 4 φόρτος 5 υποχρέωση 6 καθήκον απόδειξης ενοχής 7 βάσταμα 8 βαρύ αντικείμενο 9 βάρος 10 βάσταγμα 11 φόρτωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |