Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoondeggiaménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ondedʤaˈmento] 1 τρεμόπαιγμα 2 κυματοειδής κίνηση 3 πετάρισμα 4 ανέμισμα 5 δισταγμός 6 κούνημα 7 λίκνισμα 8 κύμανση 9 ταλάντωση 10 ταρακούνημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |