Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianooltraggióso
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [oltradˈʤoso], [oltradˈʤozo] 1 ανάρμοστος 2 ζημιογόνος 3 ονειδιστικός 4 υβριστικός 5 άπρεπος 6 κακός 7 ντροπιαστικός 8 προσβλητικός 9 λιβελογραφικός 10 βλαπτικός 11 επιθετικός 12 εξυβριστικός 13 επιζήμιος 14 δυσφημιστικός 15 άτοπος 16 εξευτελιστικός 17 διαβλητικός 18 συκοφαντικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |