Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoodièrno
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [oˈdjɛrno] 1 ομόχρονος 2 μοντέρνος 3 συγκαιρινός 4 ταυτόχρονος 5 σύγκαιρος 6 που γίνεται σήμερα 7 σημερινός 8 σύγχρονος 9 τωρινός 10 του παρόντος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |