Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoocchiùto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [okˈkjuto] 1 διεισδυτικός 2 γρήγορος σε αντίληψη και σοφός 3 πανούργος 4 ανοιχτομάτης 5 με βούλες χρωματιστές διακοσμημένος 6 οξύνους 7 πανέξυπνος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |