Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianonervatùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [nervaˈtura] 1 νευρικό σύστημα 2 νεύρα 3 ράχη (βιβλίου) 4 νεύρωση φύλλου 5 νεύρα φύλλου 6 νεύρα πτέρυγας αεροσκάφους 7 πλευρική διάταξη ενίσχυσης 8 νεύρωση φτερού εντόμου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |