Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianonefandézza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [nefanˈdettsa] 1 δημόσιος εξευτελισμός 2 ατιμία 3 αχρειότητα 4 όνειδος 5 κακοήθεια 6 έκλυση 7 διαστροφή 8 αμαρτία 9 αδικία 10 ανομία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |