Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianonavétta
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [naˈvetta] 1 σκάφος που εκτελεί μικρές διαδρομές διασύνδεσης 2 μηχανισμός νήματος ραπτομηχανής 3 κερκίδα 4 τακτικό δρομολόγιο σκάφους 5 πολύτιμη πέτρα (είδος) 6 σαΐτα αργαλειού 7 όχημα τακτικού μικρού δρομολόγιου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |