Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomusic–hall
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [,mjuziˈkɔl] 1 θέαμα καμπαρέ 2 μουσικό θέατρο 3 κέντρο διασκέδασης 4 επιθεώρηση 5 μπουάτ 6 μιούζικ χολ 7 θέατρο επιθεωρήσεων 8 καμπαρέ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |