Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomuratùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [muraˈtura] 1 τειχοδομία 2 εγκλωβισμός 3 λιθοδομία 4 τοιχοδόμηση με πέτρες 5 προετοιμασία πέτρας για χτίσιμο 6 τοιχοδομή με λίθους 7 λιθοδομή 8 δόμηση τείχους 9 τοιχοδομία με πέτρες 10 τοιχοποιία με λίθους 11 τοιχογύρισμα 12 τείχιση 13 περιτοίχιση 14 τοίχιση 15 τοιχοδομή 16 τοιχοδομία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |