Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomotivazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [motivatˈtsjone] 1 κίνητρο 2 παρορμητική αιτία 3 δήλωση κινήτρων 4 υποκίνηση 5 παρότρυνση 6 ελατήριο 7 παρακίνηση 8 υπαγόρευση 9 προτροπή 10 μέσο υποκίνησης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |