Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomormorazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [mormoratˈtsjone] 1 τερέτισμα 2 μουρμούρα 3 παράπονο 4 δυσφήμηση 5 συκοφάντηση 6 μουρμουρητό 7 μουρμούρισμα 8 ψιθύρισμα 9 ψίθυρος 10 μινύρισμα 11 μεμψιμοιρία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |