Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomonòlogo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [moˈnɔlogo] 1 θεατρικό έργο ή σκηνή όπου ο ηθοποιός μονολογεί 2 ομιλία απευθυνόμενη στο ίδιο το πρόσωπο που μιλάει 3 μονόλογος 4 μονολογία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |