ItalianoGreco


monogènesi  
sostantivo femminile

Pronuncia I.P.A.: [monoˈʤɛnezi]

1 μονογονία
2 αρχή ζωής από ένα κύτταρο
3 γένεση οργανισμού με αυτόματη διαίρεση του μονοκύτταρου όντος
4 γέννηση ενός μόνο γόνου σε κάθε τοκετό
5 προέλευση όλων από κοινή αρχή
6 μονογένεση

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---