Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomòle
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ˈmɔle] 1 μέγεθος 2 όγκος 3 διαστάσεις 4 γραμμομόριο 5 αναλογίες 6 μπούγιο 7 συμπαγής δομή 8 μαυσωλείο 9 μάζα 10 σώμα μεγάλο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |