Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomitigàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [mitiˈgare] 1 απαλύνω 2 ανακουφίζω 3 καθησυχάζω 4 καταπραΰνω 5 ελαφρώνω 6 ελεημονώ 7 πραΰνω 8 εξευμενίζω 9 μετριάζω 10 κατευνάζω mitigarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [mitiˈgarsi] 1 υποχωρώ 2 αναπαύομαι 3 ξεκουράζομαι 4 κοπάζω 5 ημερεύω 6 χαλαρώνω 7 καλμάρω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |