Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomisticìsmo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [mistiˈʧizmo] 1 αποκρυφισμός 2 δόγμα που δέχεται ότι η τελειότητα κατορθώνεται με συνεχή διαλογισμό 3 αποκρυφολογία 4 τάση προς το μυστηριώδες 5 επιδίωξη μυστικότητας 6 μυστικισμός 7 μυστικοπάθεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |