Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomisericordióso
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [mizerikorˈdjoso], [mizerikorˈdjozo] 1 ελεητικός 2 συμπονετικός 3 εύσπλαχνος 4 ψυχοπονιάρικος 5 ελεήμονας 6 ίλεος 7 σπλαχνικός 8 οικτίρμων 9 πονετικός 10 ευσπλαχνικός 11 φιλεύσπλαχνος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |