Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianometencèfalo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [metenˈʧɛfalo] 1 τμήμα ρομβοειδούς εγκεφάλου 2 παρεγκεφαλίδα και γέφυρα 3 οπίσθιος εγκέφαλος εμβρύου 4 μετεγκέφαλος 5 οπίσθιος εγκέφαλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |