Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomeschinità
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [meskiniˈta] 1 τσιγκουνιά 2 καρμιριά 3 μηδαμινότητα 4 ανεπάρκεια 5 οικτρότητα 6 ατιμία 7 αθλιότητα 8 χαμέρπεια 9 ευτέλεια χαρακτήρα 10 ελεεινότητα 11 αφιλοτιμία 12 μιζέρια 13 προστυχιά 14 μικροψυχία 15 μικροπρέπεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |