Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomeravigliàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [meraviʎˈʎato] 1 κατάπληχτος 2 κεραυνόπληκτος 3 εμβρόντητος 4 ενεός 5 άλαλος 6 απορημένος 7 συγκλονισμένος 8 άφωνος 9 εκστατικός 10 κατάπληκτος 11 κεραυνόπληκτος 12 εμβρόντητος 13 απόπληκτος 14 έκθαμβος 15 έκπληκτος 16 άναυδος 17 απόπληκτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |