Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomentitóre
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [mentiˈtore] 1 ψευδολόγος 2 ψεματάρης 3 παραμυθάς 4 ψευταράς 5 ψευταράκος 6 μυθολόγος 7 απατεώνας 8 ανειλικρινής 9 ψεύτης 10 παραμυθολόγος 11 παραμυθατζής 12 μυθοπλάστης mentitóre aggettivo Pronuncia I.P.A.: [mentiˈtore] 1 ψεύτικος 2 ψευδής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |