Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomensilità
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [mensiliˈta] 1 μισθός ενός μηνός 2 μισθός μηνιαίος 3 μίσθωμα ενός μηνός 4 μηνιαία δόση 5 μηνιάτικο 6 ιδιότητα του μηνιαίου 7 μηνιάτικη πληρωμή 8 μηναίο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |