Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomeditabóndo
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [meditaˈbondo] 1 σύννους 2 συλλογισμένος 3 περίσκεπτος 4 προβληματισμένος 5 συλλογιστικός 6 στοχαστικός 7 συλλογιζόμενος 8 απορροφημένος σε σκέψεις 9 σκεπτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |