Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomassacràre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [massaˈkrare] 1 αφανίζω 2 κατασφάζω 3 κόβω 4 σκοτώνω 5 σφαγιάζω 6 σκοτώνω 7 αιματοκυλώ 8 μακελεύω 9 δολοφονώ 10 αιματοκυλίζω 11 σφάζω 12 πληγώνω με πικρά λόγια 13 εξαντλώ 14 δέρνω πολύ 15 κακομεταχειρίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |