Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomascherìna
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [maskeˈrina] 1 επικάλυμμα 2 σχάρα 3 μεταμφιεσμένη κοπέλα 4 μισή μάσκα 5 μάσκα μόνο για τα μάτια 6 κοπέλα ντυμένη με αποκριάτικα ρούχα 7 φερετζές 8 ψίδι 9 παιδί μασκαρεμένο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |