Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomaritàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [mariˈtare] 1 αποκατασταίνω 2 παντρεύω 3 ενώνω με γάμο 4 σμίγω 5 νυμφεύω 6 ενώνω με γάμο άντρα και γυναίκα 7 στέφω 8 υπανδρεύω 9 συζευγνύω 10 στεφανώνω maritarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [mariˈtarsi] 1 παίρνω σύζυγο 2 βάζω στεφάνι 3 νυμφεύομαι 4 παντρεύομαι 5 στεφανώνομαι 6 βάζω κουλούρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |