Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomàrcio
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ˈmarʧo] 1 διαφθορά 2 φαυλότητα 3 εκφαυλισμός 4 πώρωση 5 εκφυλισμός 6 αποσύνθεση 7 χαλασμένο κομμάτι 8 σαποκώλιασμα 9 σάπισμα 10 σήψη 11 πύο 12 σαπίλα 13 σαθρότητα 14 χρηματισμός 15 μπαγιάτεμα 16 χάλασμα màrcio aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈmarʧo] 1 (legno, frutta) σάπιος (-α, -ο) 2 (uovo) χαλασμένος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |