Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomarcatóre
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [markaˈtore] 1 γενετικός σημειωτής 2 εργάτης που σημαδεύει ζώα 3 αυτός που μαρκάρει 4 σκόρερ 5 σημειωτής 6 βαθμολογητής 7 μαρκαδόρος 8 αυτός που σημειώνει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |