Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomanteniménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [manteniˈmento] 1 υποστήριξη 2 κράτημα 3 διατήρηση 4 εκπλήρωση 5 απαιτούμενα για τη ζωή 6 στήριξη 7 τήρηση νόμων 8 τήρηση κανόνων 9 υποστήριξη 10 διατροφή (διαζυγίου) 11 επιβίωση 12 συντήρηση 13 συμμόρφωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |