Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomanòvra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [maˈnɔvra] 1 ξάρτια 2 άρμενα 3 αρματωσιά πλοίου 4 πλάγια ενέργεια 5 στροφή 6 υπεκφυγή 7 στρατήγημα 8 αντιπαράταξη 9 μανουβράρισμα 10 μανούβρα 11 ελιγμός 12 διαδικασία ή μέθοδος εργασίας 13 εκτροπή 14 μανούβρα στρατιωτική 15 έξυπνη διαχείριση υποθέσεων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |