Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomanipolàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [manipoˈlare] 1 γιατρεύω 2 μηχανεύομαι 3 αναμειγνύω 4 νοθεύω 5 εξυφαίνω συνωμοσία 6 δολοπλοκώ για δικό μου όφελος 7 επινοώ 8 σκαρώνω 9 χειρίζομαι επιδέξια 10 πραγματεύομαι 11 διαχειρίζομαι επιδέξια 12 χειρίζομαι 13 παραποιώ 14 ζυμώνω 15 διευθύνω 16 παραπλανώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |