Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomalleàbile
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [malleˈabile] 1 ευλύγιστος 2 υποχωρητικός 3 εύπλαστος 4 συγκαταβατικός 5 ελαστικός 6 σφυρηλατήσιμος 7 ευέλικτος 8 μαλακός 9 ελατός 10 ενδίδων 11 προσαρμόσιμος 12 ευήλατος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |