Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianomacèllo
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [maˈʧɛllo] 1 αιματοχυσία 2 κατακρεούργηση 3 σφάξιμο ζώων 4 αιματοκύλισμα 5 ματοκύλισμα 6 αιματοκύλισμα 7 σφαγιασμός 8 ανθρωποσφαγή 9 χασάπικο 10 κρεοπωλείο 11 σφαγείο 12 χασαπιό 13 μακελειό 14 σφάξιμο 15 σφαγή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |