Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianolungaménte
avverbio Pronuncia I.P.A.: [lungaˈmente] 1 επί πολύ 2 για πολύ χρόνο 3 αναλυτικά 4 λεπτομερειακά 5 διεξοδικώς 6 επί μακρό χρονικό διάστημα 7 εκτενώς 8 σε μάκρος 9 εν εκτάσει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |