Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianolucidézza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [luʧiˈdettsa] 1 λαμπρότητα 2 γυαλάδα 3 αίγλη 4 στιλπνότητα 5 αστραποβόλημα 6 λάμψη 7 απαύγασμα 8 μαρμαρυγή 9 λαμπηδόνα 10 λαμποκόπημα 11 λαμπύρισμα 12 αντιφέγγισμα 13 αιγλοβολία 14 ανταύγεια 15 αντιλάμπισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |