Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianologìstico
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [loˈʤistiko] 1 αναφερόμενος σε τροφοδοσία 2 ο των υλικών 3 ο της τροφοδοσίας 4 ο της επιμελητείας 5 ο του επισιτισμού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |