Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianolicitazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [liʧitatˈtsjone] 1 διαγωνισμός με κλειστές προσφορές 2 δημοπρασία 3 πλειστηριασμός 4 προσφορά σε διαγωνισμό ή δημοπρασία 5 πλειοδοσία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |