Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoléga
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ˈlega] 1 λίγκα 2 ομοσπονδία 3 καρτέλ 4 ένωση 5 συνομοσπονδία 6 συνασπισμός 7 ομοσπονδία αθλητικών ομάδων 8 συμμαχία 9 συμπαράταξη 10 συνασπισμός ατόμων ή ομάδων 11 κράμα 12 συνασπισμός εθνών ή κομμάτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |