Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianolavorazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [lavoratˈtsjone] 1 παραγωγή 2 κατασκευή 3 επεξεργασία 4 μεταποίηση 5 εξεργασία 6 κατεργασία 7 δούλεμα 8 διεργασία 9 καλλιέργεια 10 όργωμα 11 εργασία 12 μαστοριά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |