ItalianoGreco


latticèllo  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [lattiˈʧɛllo]

1 γάλα από την καρδάρα
2 υπόλειμμα της αποβουτύρωσης του γάλακτος
3 βουτυρόγαλα
4 υγρό που παραμένει στη καρδάρα μετά τη λήψη του βουτύρου

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---