Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianolaccatùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [lakkaˈtura] 1 στίλβωση 2 βερνίκωμα με γυαλιστερό βερνίκι 3 σμάλτωμα 4 γυάλισμα 5 σμάλτωση 6 βερνίκωμα 7 ρίξιμο λακ στα μαλλιά 8 λουστράρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |