Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoìrto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈirto] 1 ακανθώδης 2 ακανθωτός 3 αγκαθένιος 4 με τραχιά υφή 5 αγκάθινος 6 ακιδωτός 7 μυτερός 8 κατάφορτος 9 αγκαθερός 10 αγκαθωτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |