Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoirregolarità
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [irregolariˈta] 1 εκνομία 2 ανομία 3 παρατυπία 4 αντικανονικότητα 5 αρρυθμία 6 ανωμαλία 7 παρανομία 8 αταξία 9 παράβαση κανόνων 10 ατασθαλία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |